- ὁρμᾶις
- ὁρμᾷς , ὁρμάωset in motionpres subj act 2nd sgὁρμᾷς , ὁρμάωset in motionpres ind act 2nd sg (epic)ὁρμᾷς , ὁρμάζωfut ind act 2nd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὁρμαῖς — Ὅρμή fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμαῖς — ὁρμή rapid motion forwards fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
безсловесьныи — (121) пр. Неразумный, бессмысленный: и ѡ поустошнословныхъ помоливъсѩ... посмисавъсѩ бесловеснѣи ихъ вѣрѣ (ἄλογον) ΓΑ XIII XIV, 53а; да не осудимъсѩ. ѥгда обрѩщемъ(с) бесловеснагѡ і неоученагѡ ѥства хуже. орелъ старѣвъсѩ ослабѣѥть. погружаѥть(с)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
συνακμάζω — ΜΑ 1. (για πρόσ.) βρίσκομαι στην ακμή μου συγχρόνως με κάποιον άλλο («μὴ συνακμασάντων μηδὲ συμβαλλόντων εἰς τὸ αὐτὸ τὴν δύναμιν», Πλούτ.) 2. (για φυτά) ανθώ, θάλλω συγχρόνως μσν. παλιώνω μαζί με κάτι άλλο («τὸ ἔνδυμα συνακμάζει αὐτοῡ τῷ ἐκεῑ… … Dictionary of Greek